- πεντακοσιαρχία
- η / πεντακοσιαρχία, ΝΑ [πεντακοσιάρχης]η διοίκηση 500 ανδρών και, ιδίως κατά την αρχαιότητα, 512 ανδρώννεοελλ.το αξίωμα τού πεντακοσιάρχου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεντακοσιαρχία — πεντακοσιαρχίᾱ , πεντακοσιαρχία command of fem nom/voc/acc dual πεντακοσιαρχίᾱ , πεντακοσιαρχία command of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντακοσιαρχίᾳ — πεντακοσιαρχίᾱͅ , πεντακοσιαρχία command of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντακοσιαρχίας — πεντακοσιαρχίᾱς , πεντακοσιαρχία command of fem acc pl πεντακοσιαρχίᾱς , πεντακοσιαρχία command of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντακοσιαρχίαι — πεντακοσιαρχίᾱͅ , πεντακοσιαρχία command of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντακοσιαρχίαν — πεντακοσιαρχίᾱν , πεντακοσιαρχία command of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)